- στρεφοδινώ
- -έω, Αβλ. στρεφεδινῶ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρεφεδινώ — και στρεφοδινῶ, έω, Α 1. περιστρέφω 2. στριφογυρίζω, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα ρ. στρέφομαι + δινοῦμαι (πρβλ. και στροφοδινῶ)] … Dictionary of Greek